γενεαλογώ

γενεαλογώ
(AM γενεαλογῶ, -έω) [γενεαλόγος]
(νεοελλ-μσν.) μέσ. ανάγω το γένος ή την καταγωγή μου σε κάποιον πρόγονο, κατάγομαι από κάποιον
αρχ.
1. εξετάζω τη γενεαλογία κάποιου και την εκθέτω
2. ασχολούμαι με τη γενεαλογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γενεαλογώ — 1. αναζητώ τη γενεαλογία κάποιου. 2. το μέσ., γενεαλογούμαι κατάγομαι από κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αγενεαλόγητος — η, ο (Α ἀγενεαλόγητος, ον) [γενεαλογῶ] αυτός που η γενεαλογία του δεν είναι γνωστή, άνθρωπος με άγνωστη καταγωγή νεοελλ. αυτός που κατάγεται από ασήμαντους προγόνους …   Dictionary of Greek

  • γενεαλόγημα — γενεαλόνημα, το (Μ) [γενεαλογώ] γενεαλογικό δένδρο, γενεαλογία …   Dictionary of Greek

  • προγενεαλογώ — έω, Α συμπεριλαμβάνω στην προηγούμενη γενεαλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γενεαλογῶ (< γενεά + λογῶ*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”