- γενεαλογώ
- (AM γενεαλογῶ, -έω) [γενεαλόγος](νεοελλ-μσν.) μέσ. ανάγω το γένος ή την καταγωγή μου σε κάποιον πρόγονο, κατάγομαι από κάποιοναρχ.1. εξετάζω τη γενεαλογία κάποιου και την εκθέτω2. ασχολούμαι με τη γενεαλογία.
Dictionary of Greek. 2013.